μοναχοθυγατέρα

μοναχοθυγατέρα
η
η μοναχοκόρη (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοναχοθυγατέρα — η (Μ μοναχοθυγατέρα) μοναχοκόρη («κ έστοντας να τήν έχουνε μοναχοθυγατέρα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + θυγατέρα] …   Dictionary of Greek

  • μονοθυγατέρα — η (Μ μονοθυγατέρα) μοναχοθυγατέρα, μονοχοκόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θυγατέρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”